ευπρεπισμός

ευπρεπισμός
ο украшение (действие); приведение в порядок, уборка; придание приличного вида

Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. . 1980.

Игры ⚽ Нужно решить контрольную?

Смотреть что такое "ευπρεπισμός" в других словарях:

  • ευπρεπισμός — ο η πρέπουσα διευθέτηση, η τακτοποίηση, ο ευτρεπισμός, το νοικοκύρεμα. [ΕΤΥΜΟΛ. < ευπρεπίζω. Η λ. μαρτυρείται από το 1807 στον Δημ. Αλεξανδρίδη] …   Dictionary of Greek

  • ευπρεπισμός — ο η ενέργεια και το αποτέλεσμα του ευπρεπίζω, η τακτοποίηση, αλλ. συγύρισμα …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • κόμμωση — η 1. ευπρεπισμός της κόμης, χτένισμα. 2. είδος χτενίσματος …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)


Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»